επιχαιρεκακία

επιχαιρεκακία
η (AM ἐπιχαιρεκακία)
χαρά, ψυχική ικανοποίηση για το κακό που παθαίνει κάποιος άλλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιχαιρεκακία — ἐπιχαιρεκακίᾱ , ἐπιχαιρεκακία joy over one s neighbour s misfortune fem nom/voc/acc dual ἐπιχαιρεκακίᾱ , ἐπιχαιρεκακία joy over one s neighbour s misfortune fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχαιρεκακίας — ἐπιχαιρεκακίᾱς , ἐπιχαιρεκακία joy over one s neighbour s misfortune fem acc pl ἐπιχαιρεκακίᾱς , ἐπιχαιρεκακία joy over one s neighbour s misfortune fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχαιρεκακίαι — ἐπιχαιρεκακίᾱͅ , ἐπιχαιρεκακία joy over one s neighbour s misfortune fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχαιρεκακίαν — ἐπιχαιρεκακίᾱν , ἐπιχαιρεκακία joy over one s neighbour s misfortune fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Schadenfreude — i/ˈʃɑːd …   Wikipedia

  • επίχαρμα — ἐπίχαρμα, τὸ (AM) το αντικείμενο τής επιχαιρεκακίας, εκείνος που προκαλεί σε κάποιον την επιχαιρεκακία αρχ. η χαιρεκακία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χάρ μα < θ. χαρ (πρβλ. έ χάρ ην)] …   Dictionary of Greek

  • επιχάρτης — ἐπιχάρτης, ὁ (Α) αυτός που αισθάνεται επιχαιρεκακία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”